- καμπρί
- και καμπρίκ και καμπραί, τοείδος λεπτού μάλλινου υφάσματος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή εσώρουχων (ονομάστηκε από τη γαλλική πόλη Καμπραί).[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. τοπωνύμιο Cambrai ή < το όνομα του Γάλλου υφαντουργού Auguste Cambray.
Dictionary of Greek. 2013.